- σφουγγαράκι
- το, Νυποκορ. μικρού μεγέθους σφουγγάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπογγάριον — τὸ, ΜΑ [σπόγγος] μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι αρχ. είδος αλοιφής για τα μάτια … Dictionary of Greek
σπογγίνι — το, Ν [σπόγγος] μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι … Dictionary of Greek
σπογγίον — και σφογγίον, τὸ, Α [σπόγγος, σφόγγος] 1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι 2. είδος επιθέματος … Dictionary of Greek
σπογγείον — τὸ, Α [σπόγγος] μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι … Dictionary of Greek
σφουγγάρι — το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν νεοελλ. 1. ο σπόγγος 2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό 3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος β)… … Dictionary of Greek